- πανούργημα
- τὸ, ΜΑ [πανουργώ]πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)αρχ.σόφισμα, σοφιστεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανούργημα — knavish trick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργημάτων — πανούργημα knavish trick neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργήμασι — πανούργημα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργήμασιν — πανούργημα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργήματα — πανούργημα knavish trick neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργήματος — πανούργημα knavish trick neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτημα — το (AM κράτημα, Μ και κράτημαν) [κρατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κρατώ, το βάσταγμα, το πιάσιμο (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το κράτημα τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ κράτημα τῆς χειρός», Πρόκλ.) 2. αυτό από το οποίο κρατάει κάποιος κάτι … Dictionary of Greek
πανούργευμα — τὸ, Α [πανουργεύομαι] 1. πανούργημα*, πανουργία, δόλιο τέχνασμα 2. στον πληθ. τὰ πανουργεύματα (με καλή σημ.) θαυμαστά κατορθώματα … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 1 0059 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ա. πανουργικός, παντουργός omnium opifex, omnipotens Ամենայնի ճարտարապետ. կարօղ գործել զամենայն, եւ արդեամբք արարող. ամենահնար. *Զամենագործն բնութեանց մարդկեղէն մտօք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)